μαυροφορεμένος

μαυροφορεμένος
η , ο одетый в чёрное

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μαυροφορεμένος" в других словарях:

  • μαυροντυμένος — η, ο αυτός που φοράει μαύρα, πένθιμα ρούχα, μαυροφορεμένος …   Dictionary of Greek

  • μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί …   Dictionary of Greek

  • μελάγχλαινος — μελάγχλαινος, ον (Α) 1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι ονομασία σκυθικού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό χλαινος, λινό χλαινος)] …   Dictionary of Greek

  • μελανένδυτος — και μελένδυτος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, μαυροφορεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἐνδυτός] …   Dictionary of Greek

  • μελανομαυροφόρετος — μελανομαυροφόρετος, η, ον (Μ) 1. αυτός που φορά μαύρα, μαυροφορεμένος 2. αυτός που έχει σκοτεινόμαυρη όψη, σκοτεινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόμαυρος + φορῶ] …   Dictionary of Greek

  • μελανόστολος — μελανόστολος, ον (Α) 1. αυτός που φορά μαύρη στολή, μαυροφορεμένος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελανόστολος προσωνυμία τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στολή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»